Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοκάρω — Ν κάνω τόκα (II). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare «αγγίζω, πιάνω»] … Dictionary of Greek